- συγκρούω
- συγκρούωstrike togetherpres subj act 1st sgσυγκρούωstrike togetherpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκρούω — ΝΜΑ [κρούω] 1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, κάνω δύο πράγματα να κρούονται μεταξύ τους 2. (το μέσ.) συγκρούομαι α) προσκρούω σε κάτι ή σε κάποιον που έρχεται από διαφορετική κατεύθυνση («το λεωφορείο συγκρούστηκε με αμαξοστοιχία») β) έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
συγκρούω — συγκρούομαι, συγκρούστηκα 1. έρχομαι σε σύγκρουση, συμπλέκομαι: Τα στρατεύματά μας συγκρούστηκαν με τα εχθρικά. 2. έρχομαι σε αντίθεση: Συγκρούονται τα συμφέροντά μας. 3. τρακάρω: Το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε μ ένα φορτηγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυγκρούῃ — συγκρούω strike together pres subj mp 2nd sg συγκρούω strike together pres ind mp 2nd sg συγκρούω strike together pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκρουομένων — συγκρούω strike together pres part mp fem gen pl συγκρούω strike together pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρουομένων — συγκρούω strike together pres part mp fem gen pl συγκρούω strike together pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρουσθέντα — συγκρούω strike together aor part pass neut nom/voc/acc pl συγκρούω strike together aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρουόμεθα — συγκρούω strike together pres ind mp 1st pl συγκρούω strike together imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρουόμενον — συγκρούω strike together pres part mp masc acc sg συγκρούω strike together pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρουόντων — συγκρούω strike together pres part act masc/neut gen pl συγκρούω strike together pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκροῦον — συγκρούω strike together pres part act masc voc sg συγκρούω strike together pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)